μαλκόν
Look at other dictionaries:
μαλκόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μαλκόν μαλακόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένους τ. τού μαλακός, με συγκοπή. Ο τ. μαλκῆν («τὸ ἐπικόπανον» κατά τον Ησύχ.) αναφέρεται επομένως στο στέλεχος τού δέντρου, το οποίο τρυφεραίνει, μαλακώνει] … Dictionary of Greek
μαλκήν — μαλκῆν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἐπικόπανον». [ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. μαλκόν] … Dictionary of Greek